- κυλώνειος
- -α, -ο1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον Κύλωνα.2. φρ., «κυλώνειο άγος» δηλώνει την ανόσια πράξη της σφαγής των οπαδών του Κύλωνα παρά την υπόσχεση ότι, αν παραδοθούν, δε θα πάθουν τίποτε.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.