κυλώνειος

κυλώνειος
-α, -ο
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον Κύλωνα.
2. φρ., «κυλώνειο άγος» δηλώνει την ανόσια πράξη της σφαγής των οπαδών του Κύλωνα παρά την υπόσχεση ότι, αν παραδοθούν, δε θα πάθουν τίποτε.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • κυλώνειος — ον 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον Κύλωνα («κυλώνειον άγος») 2. (ως κύριο όν. στον πληθ.) οι Κυλώνειοι οι οπαδοί τού Κύλωνος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κύριο όν. Κύλων + κατάλ. ειος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”